- ευγηρία
- η (ΑΜ εὐγηρία) [εύγηρος]τα καλά γεράματα, η καλή φυσική κατάσταση και ευχάριστη διαβίωση τών ηλικιωμένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐγηρία — εὐγηρίᾱ , εὐγηρία green old age fem nom/voc/acc dual εὐγηρίᾱ , εὐγηρία green old age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγηρίᾳ — εὐγηρίᾱͅ , εὐγηρία green old age fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγηρία — η τα καλά γηρατειά, καλή γεροντική ζωή: Οίκος ευγηρίας (ειδικό ίδρυμα για ηλικιωμένους) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐγηρίαν — εὐγηρίᾱν , εὐγηρία green old age fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՋԱԾԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0984 Chronological Sequence: 6c գ. εὑγηρία commoda senectus, felix senium. Հասակ եւ վիճակ գովելի ծերութեան. *Քաջամանկութիւն, ծերութիւն բարեբախտիւ, ի քաջածերութեանն վիճակ բարերախտութեանն: Զքաջածերութեանն ʼի կենացն ʼի դիներբուացն ըստ նմին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)